Διάβαζα πρόσφατα τη μελέτη Legatum Prosperity Index (http://www.prosperity.com/default.aspx) που μετράει το βαθμό ευημερίας σε 110 χώρες που αντιπροσωπεύουν το 90% του παγκόσμιου πληθυσμού, όπου –παρά την κρίση– βρισκόμαστε στη 39η θέση, με τη Νορβηγία στην 1η θέση, τις ΗΠΑ στη 10η και τη Βρετανία στη 13η θέση.
Συνδύασα τη μελέτη αυτή με την ανακοίνωση που είχε κάνει πριν λίγους μήνες ο βρετανός πρωθυπουργός David Cameron ότι θα μετρά την πρόοδο της χώρας του “όχι μόνο ως προς την οικονομική κατάσταση αλλά και ως προς το βαθμό ευημερίας των πολιτών της”. Σε εφαρμογή της απόφασης αυτής το Γραφείο Εθνικής Στατιστικής της Βρετανίας άρχισε να μετράει την ευημερία των πολιτών. Η έρευνα έγινε σε δείγμα πολλών χιλιάδων βρετανών, οι οποίοι κλήθηκαν να περιγράψουν το βαθμό ευτυχίας τους σε μια κλίμακα από το ένα μέχρι το δέκα. Προφανώς στην κλίμακα αυτή το “μηδέν” θα είναι να θρηνείς σε μια γωνιά για την κατάντια και τη μαύρη μοίρα σου και το “δέκα” να χοροπηδάς από ευτυχία και χαρά. Το αποτέλεσμα τελικά ήταν 5,3 στα 10, δηλαδή “μετρίως ευτυχισμένοι”. Ένα μάλλον ικανοποιητικό αποτέλεσμα, αν λάβει κανείς υπόψη το συγκρατημένο και φλεγματικό χαρακτήρα των βρετανών και την κρίση που ακόμη βιώνουν έντονα.
Συγχρόνως παρατηρώ τη δική μας γενικευμένη κατήφεια και απαισιοδοξία, την καταστροφολογία και την “εθνική” μελαγχολία, που ενισχύονται εκκωφαντικά από τους εργολάβους της μιζέριας, δηλαδή τους δημοσιογράφους και σχολιαστές κυρίως της τηλεόρασης. Με μια τέτοια ατμόσφαιρα, υποθέτω ότι αν γινόταν εδώ μια παρόμοια μέτρηση τα αποτελέσματα θα ήταν ιδιαίτερα αρνητικά, για να μην πω, υπό το μηδέν.
Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα; Έφτασαν οκτώ μήνες εφαρμογής των περιοριστικών πολιτικών του μνημονίου και η μείωση της καταναλωτικής μας ευχέρειας για να έχουμε γίνει κιόλας τόσο δυστυχείς; Τόσο πολύ μας στεναχωρεί η απώλεια της εθνικής νιρβάνα και του “ελληνικού ονείρου”; Οι δυσκολίες που περνάμε και που έχουμε μπροστά μας ισοδυναμούν με το τέλος της ευτυχίας;
Ο γάλλος δραματουργός και συγγραφέας Romain Rolland έλεγε ότι “ευτυχία είναι να γνωρίζεις τα όρια σου και να τα αγαπάς”. Κι αυτό είναι που χρειάζεται να γίνει στην Ελλάδα σήμερα. Να γνωρίσουμε τα όρια μας, να μετρήσουμε τις δυνατότητες μας, να τις αγαπήσουμε και να δημιουργήσουμε μέσα σε αυτές αντί να παρασυρόμαστε από τα “ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα” ή να ζούμε με δανεικά.
Κι ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά συνάντησα στο κέντρο της Αθήνας έναν βετεράνο των εθνικών αγώνων, φίλο και συμπολεμιστή του πατέρα μου, ο οποίος εν μέσω των πορειών από τη μια των προνομιούχων εργαζομένων των ΔΕΚΟ κι από την άλλη των “αντιεξουσιαστών” μού είπε: “Μεγαλώσαμε στην κατοχή και στον εμφύλιο, πεινάσαμε, ματώσαμε. Ζήσαμε την ορφάνια. Είδαμε αδέλφια και φίλους μας να σκοτώνονται. Εσείς οι νέοι δεν ξέρετε τι σημαίνει να ζεις σε πραγματικά σκληρούς καιρούς και τώρα στα δύσκολα σαστίσατε”.
Και τότε κατάλαβα ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να είμαστε μίζεροι και παραιτημένοι.
* Λέων Τολστόι